- ανά
- πρόθ. (Α ἀνά)(με αιτ.)1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη«η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96)2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια«ανά τους αιώνες»«ἀνά τόν πόλεμον» (Ηρόδ. 8.123)3. (για να δηλώσει επιμερισμό, διανομή)α) με αριθμητικά«προχωρούσαν ανά τέσσερεις»«ἔστησαν ἀνά ἑκατόν μάλιστα ὣσπερ χοροί» (Ξενοφ. Ανάβ. 5, 4, 12)β) δίχως αριθμητικά«οι Ολυμπιακοί αγώνες τελούνται ανά τετραετία»«ἀνά πᾱν ἔτος» (Ηρόδ. 1, 136)μσν.με γεν. για να δηλώσει διανομή, επιμερισμό«κελεύσας τοῡ δοθηναι αὐταῑς χάριν προικός ἀνά χρυσίου λίτρῶν εἴκοσι καί πᾱσαν τήν ὑπόστασιν» (Μαλάλας 440, 11)αρχ.Α. (με γεν. για κίνηση) επάνω, από τα κάτω προς τα επάνωφρ. «ἀνά νηός βαίνειν», ανεβαίνω στο πλοίο (β, 416)Β. (με δοτ. δίχως έννοια κινήσεως) επάνω«ἀνά ὤμῳ» (λ, 128)Γ. (με αιτ. για τόπο)1. (με έννοια κινήσεως) επάνω, από τα κάτω προς τα επάνω«κίονα ἄν’ ὑψηλήν ἐρύσαι» (χ, 176)2. μτφ. «ἀνά στόμα ἔχω», έχω συνεχώς στο στόμα μου (Β, 36)φρ. «ἀνά πρώτους εἰμί», είμαι μεταξύ τών πρώτων (Ηρόδ. 9, 86)Δ. (ασύνδετα ως επίρρ.) επάνω, καθ’ όλη την έκταση, παντού«μέλανες δ’ ἀνά βότρυες ἦσαν» (Σ, 562)συχνά το ἀνά φαίνεται σαν επίρρ. στον Όμ., αλλά στην πραγματικότητα απλώς χωρίζεται από το ρήμα του με τμήση, π.χ. «ἀνά δ’ ἔσχετο», αντί τού «ἀνέσχετο δέ»«ἀνά δ’ ὦρτο», αντί τού «ἀνῶρτο δέ» κ.λπ.Ε. (με επιρρ. σημ. πριν από ουσιαστικά) «ἀνά κράτος», με όλη τη δύναμη, ζωηρά, ολαταχώς«ἀνά (τόν αὐτόν) λόγον», ανάλογα (Πλάτ. Φαίδ. 110 δ)(με μαθημ. σημ.) αναλογικά (Πλάτ. Τίμ. 37α)«ἀνά μέρος», εναλλάξ, με τη σειρά (Αριστοτ. Πολ. 1.287α)«ἀνά μέσον», ανάμεσα, εν μέσω (Μέν. 531, 19)ΣΤ. στη Μυκηναϊκή απαντά ως α΄ συνθετικό στις λέξεις Ἀναβότας, ἀνάγω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀνά χρησιμοποιείται ως πρόθεση, προρρηματικό και επίρρημα. (Στον Όμηρο επιρρηματικός τ. ἄνα «όρθιος, σήκω»). Οι σημασίες του «υπεράνω», «επάνω», που φανερώνουν στάση σε ορισμένο τόπο, είναι πρωταρχικές και ήδη ινδοευρωπαϊκές. Από νωρίς οι σημασίες αυτές αρχίζουν να δηλώνονται με το ἐπί, ενώ η χρήση τού ἀνά περιορίζεται συνεχώς, ώστε στους κλασικούς χρόνους φθάνει να απαντά κυρίως ως προρρηματικό. Ευρύτατη η χρήση του στη σύνθεση ως α΄ συνθετικού. (Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται μόνο σε σύνθετες λέξεις). Ετυμολογικά είναι αβέβαιης προελεύσεως. Βέβαιοι είναι μόνο οι συσχετισμοί με τα αβεστ. ana, περσ. anᾱ «κατά μήκος» και γοτθ. ana «κατά»].
Dictionary of Greek. 2013.